- συρμάτινος, -η, -ο
- συρμάτινος, -η, -ο και συρματένιος, -ια, -ιο φτιαγμένος από σύρμα: Έβαλε στο παράθυρο ένα συρμάτινο πλέγμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
συρμάτινος — η, ο, Ν κατασκευασμένος από σύρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύρμα, ατος + κατάλ. ινος (πρβλ. λίθ ινος). Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στον Αθ. Σακελλάριο] … Dictionary of Greek
-ινος — κατάλ. πολλών επιθέτων η οποία απαντά ευρέως ήδη στον Όμηρο χρησιμοποιούμενη ευρύτερα μέχρι σήμερα. Προφανώς προέκυψε αρχικά από τη σύναψη τού επιθ. νο (< IE * no ) σε θ. ονομάτων σε ι (πρβλ. ἴρ ινος < ἶρις, καννάβ ινος < κάνναβις). Τα… … Dictionary of Greek
ανθοδέσμη — Η ταξινόμηση των λουλουδιών με κατάλληλο συνδυασμό χρωμάτων και σχήματος, έτσι ώστε να αποτελούν αρμονικό σύνολο, ευχάριστο από αισθητική άποψη. Μία από τις προϋποθέσεις για την επιτυχημένη κατασκευή α. είναι ο τονισμός του φυσικού κάλλους του… … Dictionary of Greek
αυλακονάρθηκας — ο αυλακωτός συρμάτινος νάρθηκας για την τοποθέτηση καταγμάτων των αρθρώσεων … Dictionary of Greek
διουρηθρική προστατεκτομή — Αφαίρεση τμήματος ή όλου του προστάτη με χρήση ενός ενδοσκοπίου, εξοπλισμένου με όργανο τομής, το οποίο εισάγεται από την ουρήθρα. Για να αποκοπεί ο άρρωστος ιστός χρησιμοποιείται ένας συρμάτινος βρόγχος … Dictionary of Greek